Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφιοφαγία οι οφιοφαγίες
      γενική της οφιοφαγίας των οφιοφαγιών
    αιτιατική την οφιοφαγία τις οφιοφαγίες
     κλητική οφιοφαγία οφιοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφιοφαγία < όφι(ς) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οφιοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία