Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οφικιάλιος οι οφικιάλιοι
      γενική του οφικιάλιου
οφικιαλίου
των οφικιάλιων
οφικιαλίων
    αιτιατική τον οφικιάλιο τους οφικιάλιους
οφικιαλίους
     κλητική οφικιάλιε οφικιάλιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφικιάλιος < ελληνιστική κοινή ὀφφικιάλιος < λατινική officialis < officium < opus / ops + facio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οφικιάλιος αρσενικό

  1. (ιστορία) είδος κρατικού ή εκκλησιαστικού αξιωματούχου κατά τη μεσαιωνική περίοδο
  2. τιμητικός τίτλος που απονέμεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία