Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουμανιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουμανιστικ
ός
η
ουμανιστικ
ή
το
ουμανιστικ
ό
γενική
του
ουμανιστικ
ού
της
ουμανιστικ
ής
του
ουμανιστικ
ού
αιτιατική
τον
ουμανιστικ
ό
την
ουμανιστικ
ή
το
ουμανιστικ
ό
κλητική
ουμανιστικ
έ
ουμανιστικ
ή
ουμανιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουμανιστικ
οί
οι
ουμανιστικ
ές
τα
ουμανιστικ
ά
γενική
των
ουμανιστικ
ών
των
ουμανιστικ
ών
των
ουμανιστικ
ών
αιτιατική
τους
ουμανιστικ
ούς
τις
ουμανιστικ
ές
τα
ουμανιστικ
ά
κλητική
ουμανιστικ
οί
ουμανιστικ
ές
ουμανιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουμανιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ουμανιστικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
ουμανισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουμανιστικός
γαλλικά
:
humaniste
(fr)