Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουλεμάς οι ουλεμάδες
      γενική του ουλεμά των ουλεμάδων
    αιτιατική τον ουλεμά τους ουλεμάδες
     κλητική ουλεμά ουλεμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλεμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική ulema [1] < αραβική علماء (ulamā) < πληθυντικός του عالم (ālim: λόγιος, σοφός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλεμάς αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία