ουλεμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ουλεμάς | οι | ουλεμάδες |
γενική | του | ουλεμά | των | ουλεμάδων |
αιτιατική | τον | ουλεμά | τους | ουλεμάδες |
κλητική | ουλεμά | ουλεμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουλεμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική ulema [1] < αραβική علماء (ulamā) < πληθυντικός του عالم (ālim: λόγιος, σοφός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουλεμάς αρσενικό
- (ισλαμισμός) ο γνώστης του ισλαμικού ιερού νόμου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ουλεμάς στη Βικιπαίδεια
- μουλάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ουλεμάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας