ουβαόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουβαόλη | οι | ουβαόλες |
γενική | της | ουβαόλης | των | ουβαολών |
αιτιατική | την | ουβαόλη | τις | ουβαόλες |
κλητική | ουβαόλη | ουβαόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουβαόλη θηλυκό