Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερυθροδιόλη οι ερυθροδιόλες
      γενική της ερυθροδιόλης των ερυθροδιολών
    αιτιατική την ερυθροδιόλη τις ερυθροδιόλες
     κλητική ερυθροδιόλη ερυθροδιόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθροδιόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική erythrodiol < αρχαία ελληνική ἐρυθρός + δίς + alcohol (< γαλλική alcool < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερυθροδιόλη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία