Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουαλονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουαλονικ
ός
η
ουαλονικ
ή
το
ουαλονικ
ό
γενική
του
ουαλονικ
ού
της
ουαλονικ
ής
του
ουαλονικ
ού
αιτιατική
τον
ουαλονικ
ό
την
ουαλονικ
ή
το
ουαλονικ
ό
κλητική
ουαλονικ
έ
ουαλονικ
ή
ουαλονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουαλονικ
οί
οι
ουαλονικ
ές
τα
ουαλονικ
ά
γενική
των
ουαλονικ
ών
των
ουαλονικ
ών
των
ουαλονικ
ών
αιτιατική
τους
ουαλονικ
ούς
τις
ουαλονικ
ές
τα
ουαλονικ
ά
κλητική
ουαλονικ
οί
ουαλονικ
ές
ουαλονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουαλονικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ουαλονικός -ή -ό
που αναφέρεται στους
Βαλλόνους
, τους γαλλόφωνους
Βέλγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουαλονικός
γαλλικά
:
wallon
(fr)