οσφυοκαμψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσφυοκαμψία < οσφυοκάμπτης + -σία < οσφύς + κάμπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοσφυοκαμψία θηλυκό
- (λόγιο) (ειρωνικό) η δουλοπρέπεια, η υποτέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία οσφυοκαμψία
|
οσφυοκαμψία θηλυκό
|