οστεοψαθύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οστεοψαθύρωση | οι | οστεοψαθυρώσεις |
γενική | της | οστεοψαθύρωσης* | των | οστεοψαθυρώσεων |
αιτιατική | την | οστεοψαθύρωση | τις | οστεοψαθυρώσεις |
κλητική | οστεοψαθύρωση | οστεοψαθυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεοψαθυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οστεοψαθύρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteopsathyrosis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + ψαθυρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστεοψαθύρωση θηλυκό
- (ιατρική) γενετική διαταραχή κατά την οποία τα οστά κάποιου είναι πολύ πιο εύθραυστα από το σύνηθες ή το φυσιολογικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστεοψαθύρωση