Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστεομυελικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οστεομυελικ
ός
η
οστεομυελικ
ή
το
οστεομυελικ
ό
γενική
του
οστεομυελικ
ού
της
οστεομυελικ
ής
του
οστεομυελικ
ού
αιτιατική
τον
οστεομυελικ
ό
την
οστεομυελικ
ή
το
οστεομυελικ
ό
κλητική
οστεομυελικ
έ
οστεομυελικ
ή
οστεομυελικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οστεομυελικ
οί
οι
οστεομυελικ
ές
τα
οστεομυελικ
ά
γενική
των
οστεομυελικ
ών
των
οστεομυελικ
ών
των
οστεομυελικ
ών
αιτιατική
τους
οστεομυελικ
ούς
τις
οστεομυελικ
ές
τα
οστεομυελικ
ά
κλητική
οστεομυελικ
οί
οστεομυελικ
ές
οστεομυελικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστεομυελικός
<
οστεο-
+
μυελικός
Επίθετο
επεξεργασία
οστεομυελικός
που έχει
σχέση
με τα
οστά
και τον
μυελό
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεομυελικός