Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοαρχαιολογία οι οστεοαρχαιολογίες
      γενική της οστεοαρχαιολογίας των οστεοαρχαιολογιών
    αιτιατική την οστεοαρχαιολογία τις οστεοαρχαιολογίες
     κλητική οστεοαρχαιολογία οστεοαρχαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοαρχαιολογία < οστεο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoarchaeology• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ste.o.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐στε‐ο‐αρ‐χαι‐ο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοαρχαιολογία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία