Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορνιθοκομικός η ορνιθοκομική το ορνιθοκομικό
      γενική του ορνιθοκομικού της ορνιθοκομικής του ορνιθοκομικού
    αιτιατική τον ορνιθοκομικό την ορνιθοκομική το ορνιθοκομικό
     κλητική ορνιθοκομικέ ορνιθοκομική ορνιθοκομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορνιθοκομικοί οι ορνιθοκομικές τα ορνιθοκομικά
      γενική των ορνιθοκομικών των ορνιθοκομικών των ορνιθοκομικών
    αιτιατική τους ορνιθοκομικούς τις ορνιθοκομικές τα ορνιθοκομικά
     κλητική ορνιθοκομικοί ορνιθοκομικές ορνιθοκομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορνιθοκομικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ορνιθοκομικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία