ορνιθοκομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορνιθοκομία θηλυκό
- η εκτροφή ορνίθων, πουλερικών γενικότερα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορνιθοκομία
→ δείτε τη λέξη ορνιθοτροφία |