ορνίθι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορνίθι | τα | ορνίθια |
γενική | του | ορνιθιού | των | ορνιθιών |
αιτιατική | το | ορνίθι | τα | ορνίθια |
κλητική | ορνίθι | ορνίθια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορνίθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀρνίθι, τύπος του ὀρνίθιν, ὀρνίθιον < αρχαία ελληνική ὀρνίθιον, υποκοριστικό του ὄρνις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾˈni.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐νί‐θι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορνίθι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη όρνιθα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.