ορμονολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορμονολογικός < ορμονολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαορμονολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την ορμονολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορμονολογικός
|
ορμονολογικός, -ή, -ό
|