ορμονοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορμονοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: hormonothérapie < ορμόν(η) + -ο- + -θεραπεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορμονοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) θεραπεία με τη χρήση ορμονών
- ※ Η ορμονοθεραπεία είναι μια μορφή αντινεοπλασματικής θεραπείας που χορηγείται με επιτυχία στα ορμονοευαίσθητα κακοήθη νεοπλάσματα, όπως καρκίνος του προστάτη, καρκίνος του μαστού, καρκίνος του ενδομητρίου. ([1] mastologia.gr)
Συνώνυμα επεξεργασία
- ορμονική θεραπεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορμονοθεραπεία