Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔʁ.mɔ.nɔ.te.ʁa.pi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hormonothérapie hormonothérapies

hormonothérapie (fr) θηλυκό