οριστέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οριστέος | η | οριστέα | το | οριστέο |
γενική | του | οριστέου | της | οριστέας | του | οριστέου |
αιτιατική | τον | οριστέο | την | οριστέα | το | οριστέο |
κλητική | οριστέε | οριστέα | οριστέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οριστέοι | οι | οριστέες | τα | οριστέα |
γενική | των | οριστέων | των | οριστέων | των | οριστέων |
αιτιατική | τους | οριστέους | τις | οριστέες | τα | οριστέα |
κλητική | οριστέοι | οριστέες | οριστέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οριστέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
οριστέος, -α, -ο
- που πρέπει να οριστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
οριστέος
|