ορθόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ορθόφωνος, -η, -ο
- άτομο με αρμονική φωνητική χροιά, επίσης σωστή άρθρωση, διαχείριση επιτονισμού (επιτονική ικανότητα), τοποθέτηση αναπνοών, ορθή ανάγνωση στίξης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθόφωνος
|