↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθόφωνος η ορθόφωνη το ορθόφωνο
      γενική του ορθόφωνου της ορθόφωνης του ορθόφωνου
    αιτιατική τον ορθόφωνο την ορθόφωνη το ορθόφωνο
     κλητική ορθόφωνε ορθόφωνη ορθόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθόφωνοι οι ορθόφωνες τα ορθόφωνα
      γενική των ορθόφωνων των ορθόφωνων των ορθόφωνων
    αιτιατική τους ορθόφωνους τις ορθόφωνες τα ορθόφωνα
     κλητική ορθόφωνοι ορθόφωνες ορθόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθόφωνος < ορθό- + -φωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ορθόφωνος, -η, -ο

  • άτομο με αρμονική φωνητική χροιά, επίσης σωστή άρθρωση, διαχείριση επιτονισμού (επιτονική ικανότητα), τοποθέτηση αναπνοών, ορθή ανάγνωση στίξης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία