ορθοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthotropism < αρχαία ελληνική ὀρθός + τρόπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθοτροπισμός αρσενικό
- (βοτανική) η ανάπτυξη των φυτών σε κατακόρυφη διάταξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθοτροπισμός