οπωροφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | οπωροφάγος | το | οπωροφάγο | ||
γενική | του/της | οπωροφάγου | του | οπωροφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | οπωροφάγο | το | οπωροφάγο | ||
κλητική | οπωροφάγε | οπωροφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | οπωροφάγοι | τα | οπωροφάγα | ||
γενική | των | οπωροφάγων | των | οπωροφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | οπωροφάγους | τα | οπωροφάγα | ||
κλητική | οπωροφάγοι | οπωροφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπωροφάγος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.po.ɾοˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πω‐ρο‐φά‐γος
Επίθετο
επεξεργασίαοπωροφάγος, -ος, -ο
- που η διατροφή του καταλαμβάνεται κυρίως από φρούτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπωροφάγος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)