↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλασκία οι οπλασκίες
      γενική της οπλασκίας των οπλασκιών
    αιτιατική την οπλασκία τις οπλασκίες
     κλητική οπλασκία οπλασκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπλασκία < όπλ(ο) + ασκ(ώ) + -ία κατά την αρχαία ελληνική σωμασκία [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.plaˈsci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πλα‐σκί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπλασκία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία