οπισθοβουλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπισθοβουλία < οπισθόβουλος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπισθοβουλία θηλυκό
- η ιδιότητα ή ή συμπεριφορά του οπισθόβουλου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπισθοβουλία
|