οξοναιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξοναιμία < οξόνη + -αιμία < αίμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acétonémie)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξοναιμία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξοναιμία
οξοναιμία θηλυκό