Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξειδαναγωγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οξειδαναγωγικ
ός
η
οξειδαναγωγικ
ή
το
οξειδαναγωγικ
ό
γενική
του
οξειδαναγωγικ
ού
της
οξειδαναγωγικ
ής
του
οξειδαναγωγικ
ού
αιτιατική
τον
οξειδαναγωγικ
ό
την
οξειδαναγωγικ
ή
το
οξειδαναγωγικ
ό
κλητική
οξειδαναγωγικ
έ
οξειδαναγωγικ
ή
οξειδαναγωγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οξειδαναγωγικ
οί
οι
οξειδαναγωγικ
ές
τα
οξειδαναγωγικ
ά
γενική
των
οξειδαναγωγικ
ών
των
οξειδαναγωγικ
ών
των
οξειδαναγωγικ
ών
αιτιατική
τους
οξειδαναγωγικ
ούς
τις
οξειδαναγωγικ
ές
τα
οξειδαναγωγικ
ά
κλητική
οξειδαναγωγικ
οί
οξειδαναγωγικ
ές
οξειδαναγωγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
οξειδαναγωγικός
(el)
, -
ή
, -
ό
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
redox
(en)