ονοβρυχίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονοβρυχίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνοβρυχίς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.no.vɾiˈçi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νο‐βρυ‐χί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονοβρυχίδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.