ὀνοβρυχίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀνοβρυχίς | αἱ | ὀνοβρυχίδες |
γενική | τῆς | ὀνοβρυχίδος | τῶν | ὀνοβρυχίδων |
δοτική | τῇ | ὀνοβρυχίδῐ | ταῖς | ὀνοβρυχίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὀνοβρυχίδᾰ | τὰς | ὀνοβρυχίδᾰς |
κλητική ὦ! | ὀνοβρυχίς* | ὀνοβρυχίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνοβρυχίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνοβρυχίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀνοβρυχίς < → δείτε τη λέξη ὀνόβρυχις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀνοβρυχίς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ὀνοβρυχίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.