ὀνόβρυχις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀνόβρυχις θηλυκό
- (φυτό) η ονοβρυχίδα
Άλλες γραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὀνόβρυχις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.