Δείτε επίσης: ὀνειρολογία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονειρολογία οι ονειρολογίες
      γενική της ονειρολογίας των ονειρολογιών
    αιτιατική την ονειρολογία τις ονειρολογίες
     κλητική ονειρολογία ονειρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονειρολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειρολογία [1] < όνειρ(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νει‐ρο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονειρολογία θηλυκό

  • κλάδος της ψυχολογίας που αφοσιώνεται στην ανάλυση της δομής και της προέλευσης των ονείρων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)