ομόδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόδικος | η | ομόδικη | το | ομόδικο |
γενική | του | ομόδικου | της | ομόδικης | του | ομόδικου |
αιτιατική | τον | ομόδικο | την | ομόδικη | το | ομόδικο |
κλητική | ομόδικε | ομόδικη | ομόδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόδικοι | οι | ομόδικες | τα | ομόδικα |
γενική | των | ομόδικων | των | ομόδικων | των | ομόδικων |
αιτιατική | τους | ομόδικους | τις | ομόδικες | τα | ομόδικα |
κλητική | ομόδικοι | ομόδικες | ομόδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόδικος < ομό- + δίκη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαομόδικος
- αυτός που δικάζεται στην ίδια δίκη με άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομόδικος
|