Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομφαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομφαλικ
ός
η
ομφαλικ
ή
το
ομφαλικ
ό
γενική
του
ομφαλικ
ού
της
ομφαλικ
ής
του
ομφαλικ
ού
αιτιατική
τον
ομφαλικ
ό
την
ομφαλικ
ή
το
ομφαλικ
ό
κλητική
ομφαλικ
έ
ομφαλικ
ή
ομφαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομφαλικ
οί
οι
ομφαλικ
ές
τα
ομφαλικ
ά
γενική
των
ομφαλικ
ών
των
ομφαλικ
ών
των
ομφαλικ
ών
αιτιατική
τους
ομφαλικ
ούς
τις
ομφαλικ
ές
τα
ομφαλικ
ά
κλητική
ομφαλικ
οί
ομφαλικ
ές
ομφαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομφαλικός
<
αρχαία ελληνική
ὀμφάλιος
,
ὀμφαλικός
Επίθετο
επεξεργασία
ομφαλικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
ομφαλό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομφαλικός