Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομφαλεπίδεσμος οι ομφαλεπίδεσμοι
      γενική του ομφαλεπίδεσμου
ομφαλεπιδέσμου
των ομφαλεπίδεσμων
ομφαλεπιδέσμων
    αιτιατική τον ομφαλεπίδεσμο τους ομφαλεπίδεσμους
ομφαλεπιδέσμους
     κλητική ομφαλεπίδεσμε ομφαλεπίδεσμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομφαλεπίδεσμος < ομφαλός + επίδεσμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομφαλεπίδεσμος αρσενικό

  1. (ιατρική) επίδεσμος που τοποθετείται στην περιοχή του ομφαλού του νεογνού μετά τη γέννησή του
  2. (ιατρική) επίδεσμος που τοποθετείται στην περιοχή του ομφαλού όσων πάσχουν από ομφαλοκήλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία