ομφαλεπίδεσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομφαλεπίδεσμος | οι | ομφαλεπίδεσμοι |
γενική | του | ομφαλεπίδεσμου & ομφαλεπιδέσμου |
των | ομφαλεπίδεσμων & ομφαλεπιδέσμων |
αιτιατική | τον | ομφαλεπίδεσμο | τους | ομφαλεπίδεσμους & ομφαλεπιδέσμους |
κλητική | ομφαλεπίδεσμε | ομφαλεπίδεσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομφαλεπίδεσμος αρσενικό
- (ιατρική) επίδεσμος που τοποθετείται στην περιοχή του ομφαλού του νεογνού μετά τη γέννησή του
- (ιατρική) επίδεσμος που τοποθετείται στην περιοχή του ομφαλού όσων πάσχουν από ομφαλοκήλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομφαλεπίδεσμος
|