Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομολογητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομολογητικ
ός
η
ομολογητικ
ή
το
ομολογητικ
ό
γενική
του
ομολογητικ
ού
της
ομολογητικ
ής
του
ομολογητικ
ού
αιτιατική
τον
ομολογητικ
ό
την
ομολογητικ
ή
το
ομολογητικ
ό
κλητική
ομολογητικ
έ
ομολογητικ
ή
ομολογητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομολογητικ
οί
οι
ομολογητικ
ές
τα
ομολογητικ
ά
γενική
των
ομολογητικ
ών
των
ομολογητικ
ών
των
ομολογητικ
ών
αιτιατική
τους
ομολογητικ
ούς
τις
ομολογητικ
ές
τα
ομολογητικ
ά
κλητική
ομολογητικ
οί
ομολογητικ
ές
ομολογητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομολογητικός
<
ομολογητής
Επίθετο
επεξεργασία
ομολογητικός, -ή, -ό
σχετικός με την
ομολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομολογητικός