Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομολογητικός η ομολογητική το ομολογητικό
      γενική του ομολογητικού της ομολογητικής του ομολογητικού
    αιτιατική τον ομολογητικό την ομολογητική το ομολογητικό
     κλητική ομολογητικέ ομολογητική ομολογητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομολογητικοί οι ομολογητικές τα ομολογητικά
      γενική των ομολογητικών των ομολογητικών των ομολογητικών
    αιτιατική τους ομολογητικούς τις ομολογητικές τα ομολογητικά
     κλητική ομολογητικοί ομολογητικές ομολογητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομολογητικός < ομολογητής

  Επίθετο επεξεργασία

ομολογητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία