ομολογητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομολογητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομολογητής αρσενικό
- αυτός που παρά τα μαρτύρια στα οποία υποβλήθηκε παρέμεινε σταθερός στην ομολογία της χριστιανικής του πίστης
- Ο Μάξιμος ο Ομολογητής εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κώνστα τον Β΄ γιατί εναντιώθηκε στον Μονοθελητισμό