μαρτύριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαρτύριο < μαρτύριον στην καθαρεύουσα < μαρτύριον στην (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνικήμαρτύριον και μαρτυρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαρτύριο ουδέτερο
- βασανισμός (κυρίως στον πληθυντικό)
- Τα μαρτύρια που τους έκαναν στην ΕΑΤ-ΕΣΑ ήταν αδιανόητα
- αυτό που υφίστανται όσοι βασανίζονται για την θρησκεία τους
- (εκκλησ.) το μαρτυρολόγιο ενός ανθρώπου που άγιασε μετά από μαρτύριο
- μεγάλη ταλαιπωρία στην καθημερινότητα
- Το μαρτύριο της μετακίνησης στην Αθήνα