ομοζυγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοζυγία < ελληνιστική κοινή ὁμοζυγία < ὁμόζυγος < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + ζυγός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοζυγία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η σύζευξη βοδιών ή άλλων ζώων στον ίδιο ζυγό
- (αρχαιοπρεπές, κατ’ επέκταση) η συζυγία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοζυγία
|