ομογενειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαομογενειακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ομογένεια, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομογενειακός
|
ομογενειακός, -ή, -ό
|