Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομίχλη μεταφοράς οι ομίχλες μεταφοράς
      γενική της ομίχλης μεταφοράς των ομιχλών μεταφοράς
    αιτιατική την ομίχλη μεταφοράς τις ομίχλες μεταφοράς
     κλητική ομίχλη μεταφοράς ομίχλες μεταφοράς
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομίχλη μεταφοράς < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική advection fog → δείτε τις λέξεις ομίχλη και μεταφορά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈmi.xli me.ta.foˈɾas/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ομίχλη μεταφοράς θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ομίχλη, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών