ολιγοδιψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοδιψία < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγόδιψος[1] + -ία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + δίψα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγοδιψία θηλυκό
- (φυσιολογία) το να διψάει κάποιος οργανισμός λίγο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοδιψία
|
- ↑ ὀλιγόδιψος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)