Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολάρφανος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολάρφαν
ος
η
ολάρφαν
η
το
ολάρφαν
ο
γενική
του
ολάρφαν
ου
της
ολάρφαν
ης
του
ολάρφαν
ου
αιτιατική
τον
ολάρφαν
ο
την
ολάρφαν
η
το
ολάρφαν
ο
κλητική
ολάρφαν
ε
ολάρφαν
η
ολάρφαν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολάρφαν
οι
οι
ολάρφαν
ες
τα
ολάρφαν
α
γενική
των
ολάρφαν
ων
των
ολάρφαν
ων
των
ολάρφαν
ων
αιτιατική
τους
ολάρφαν
ους
τις
ολάρφαν
ες
τα
ολάρφαν
α
κλητική
ολάρφαν
οι
ολάρφαν
ες
ολάρφαν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολάρφανος
<
όλος
+
ορφανός
(με συνδετικό φωνήεν το
α
)
Επίθετο
επεξεργασία
ολάρφανος, -η, -ο
ορφανός
και τελείως μόνος και απροστάτευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολάρφανος