Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οισοφαγοσκόπηση οι οισοφαγοσκοπήσεις
      γενική της οισοφαγοσκόπησης* των οισοφαγοσκοπήσεων
    αιτιατική την οισοφαγοσκόπηση τις οισοφαγοσκοπήσεις
     κλητική οισοφαγοσκόπηση οισοφαγοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οισοφαγοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οισοφαγοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œsophagoscopie < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος + ελληνιστική κοινή σκόπησις < αρχαία ελληνική σκοπέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οισοφαγοσκόπηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία