œsophagoscopie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- œsophagoscopie < œsophagoscope
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
œsophagoscopie | œsophagoscopies |
œsophagoscopie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
œsophagoscopie | œsophagoscopies |
œsophagoscopie (fr) θηλυκό