Ετυμολογία

επεξεργασία
œsophagoscope < œsophage + -scope

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
œsophagoscope œsophagoscopes

œsophagoscope (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία