οικονομισάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικονομισάριος < οικονομώ + κομισάριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικονομισάριος αρσενικό
- (σκωπτικό, νεολογισμός) κάποιος που αποκομίζει οικονομικά οφέλη με αθέμιτα μέσα, γνωριμίες, σχέσεις κ.λπ.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικονομισάριος
|