οιακιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοιακιστήριο (el) ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πηδαλιουχείο, τιμονιέρα
- (γενικότερα/ευρύτερη κατασκευή) μεσόστεγο ή γέφυρα πλοίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία- αγγλικά : wheelhouse (en), ship's navigation room