οδαλίσκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδαλίσκη < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική odalisque < οθωμανική τουρκική اوطهلق (τουρκική odalık) < اوده / oda + -isque (-ίσκη) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ðaˈli.sci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δα‐λί‐σκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδαλίσκη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οδαλίσκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας