↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδαλίσκη οι οδαλίσκες
      γενική της οδαλίσκης των (οδαλισκών)
    αιτιατική την οδαλίσκη τις οδαλίσκες
     κλητική οδαλίσκη οδαλίσκες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδαλίσκη < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική odalisque < οθωμανική τουρκική اوطه‌لق (τουρκική odalık) < اوده / oda + -isque (-ίσκη) [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ðaˈli.sci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δα‐λί‐σκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδαλίσκη θηλυκό

  1. γυναίκα σκλάβα στο χαρέμι
  2. (ευφημισμός) πόρνη πολυτελείας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • παλιότερη γραφή: ὀδαλίσκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. οδαλίσκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οδαλίσκη (σπαν. οδαλισκών) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)