ογρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ογρός | η | ογρή | το | ογρό |
γενική | του | ογρού | της | ογρής | του | ογρού |
αιτιατική | τον | ογρό | την | ογρή | το | ογρό |
κλητική | ογρέ | ογρή | ογρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ογροί | οι | ογρές | τα | ογρά |
γενική | των | ογρών | των | ογρών | των | ογρών |
αιτιατική | τους | ογρούς | τις | ογρές | τα | ογρά |
κλητική | ογροί | ογρές | ογρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ογρός < αρχαία ελληνική ὑγρός
Επίθετο επεξεργασία
ογρός -ή -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ογρός
→ δείτε τη λέξη υγρός |