ογκομείωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ογκομείωση | οι | ογκομειώσεις |
γενική | της | ογκομείωσης* | των | ογκομειώσεων |
αιτιατική | την | ογκομείωση | τις | ογκομειώσεις |
κλητική | ογκομείωση | ογκομειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ογκομειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ογκομείωση < όγκος + -ο- + μείωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tumor debulking)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαογκομείωση θηλυκό