ξύστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξύστης | οι | ξύστες |
γενική | του | ξύστη | των | ξυστών |
αιτιατική | τον | ξύστη | τους | ξύστες |
κλητική | ξύστη | ξύστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξύστης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈksi.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξύ‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξύστης αρσενικό (θηλυκό ξύστρα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ξύνω