• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξινήθρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξινήθρα οι ξινήθρες
      γενική της ξινήθρας —
    αιτιατική την ξινήθρα τις ξινήθρες
     κλητική ξινήθρα ξινήθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξινήθρα < ξινός + -ήθρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξινήθρα θηλυκό

  1. (φυτό) είδος αγριόχορτου με γεύση ξινή
  2. (μεταφορικά) ξινή γυναίκα, δύστροπη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ξινήθρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξινήθρα&oldid=5640136"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:45

Γλώσσες

    • Magyar
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας